- χαράδρα
- ηάνοιγμα πλατύ του εδάφους που σχηματίστηκε από την ορμητική ροή των νερών, φαράγγι, ρέμα, λαγκάδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαράδρα — χαράδρᾱ , χαράδρα mountain stream fem nom/voc/acc dual (ionic) χαράδρᾱ , χαράδρα mountain stream fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρα — Χαράδρᾱ , Χαράδρη mountain stream fem nom/voc/acc dual Χαράδρᾱ , Χαράδρη mountain stream fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρᾳ — Χαράδρᾱͅ , Χαράδρη mountain stream fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρᾳ — χαράδραι , χαράδρα mountain stream fem nom/voc pl (ionic) χαράδρᾱͅ , χαράδρα mountain stream fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρα — I Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Μεσσηνίας, που την ίδρυσε ο Πέλοπας (Πέλωψ). 2. Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, χτισμένη σε απόκρημνο λόφο κοντά στη σημερινή Σουβάλα. Την εποχή των Μηδικών πολέμων καταστράφηκε από τον Ξέρξη, αλλά… … Dictionary of Greek
χαράδρας — χαράδρᾱς , χαράδρα mountain stream fem acc pl (ionic) χαράδρᾱς , χαράδρα mountain stream fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδραι — χαράδρα mountain stream fem nom/voc pl (ionic) χαράδρᾱͅ , χαράδρα mountain stream fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδραν — χαράδρᾱν , χαράδρα mountain stream fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρας — Χαράδρᾱς , Χαράδρη mountain stream fem acc pl Χαράδρᾱς , Χαράδρη mountain stream fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Харадра — (Χαράδρα): 1) городок в Фокиде, лежавший на крутой безводной скале, недалеко от г. Лилеи; внизу скалы протекал источник Харадр, откуда жители добывали воду. X. входила в состав фокейского союза; во время нашествия Ксеркса (480 г. до Р. Хр.) она… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона